σούφρα

Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν·, 1. πτυχή, σούρα
2. ρυτίδα
3. μαρασμός βρέφους από αθρεψία
4. ο σφιγκτήρας του πρωκτού
5. σούφρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο λατ. sup(p)la < supplo < supplico «ικετεύω, προσεύχομαι»].