αθρεψία

From LSJ

οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)

Source

Greek Monolingual

η (Μ ἀθρεψία)
έλλειψη κανονικής θρέψης, ελλιπής θρέψη, ατροφία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + θρέψις
ο όρος αθρεψία (πρβλ. γαλλ. athrepsie) εισήχθη από τον Pavvot το 1874 και στην ιατρική ορολογία, για να δηλώσει μια γενικότερη μορφή δυστροφίας, που παρατηρείται σε βρέφη που πάσχουν από οξείες πεπτικές διαταραχές.
ΠΑΡ. αθρεψικός].