σοφοποιός: -όν, ὁ ποιῶν τινα σοφόν, -ποιέω, -ποίησις καὶ -ποιία, ἡ, ἀπαντῶσι παρὰ τῷ Διον. Ἀρεοπ.
-όν, Ααυτός που καθιστά κάποιον σοφό, ο δάσκαλος της σοφίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + -ποιός].