σούσον
Greek Monolingual
(I)
τὸ, Α
το κρίνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιγυπτ. ššn «κρίνο, λωτός» (< šššn) πιθ. μέσω του σημιτ. šūšan].———————— (II)
και δ. γρφ. οὖσον και οἶσον, το, Α
σχοινί πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η δ. γρφ. οὖσον με αποβολή του αρκτικού -σ- οφείλεται πιθ. σε λανθασμένο χωρισμό τών λ. στο χωρίο όπου παραδίδεται (Ομ., φ 390)].