σοφιστεύομαι

Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ΝΑ, και σοφιστεύω Α σοφιστής
φέρομαι και σκέπτομαι ως σοφιστής
νεοελλ.
λέω σοφιστείες
αρχ.
1. είμαι σοφιστής
2. (ιδίως σχετικά με τη ρητ.) διδάσκω όπως οι σοφιστές («ἐπ' ἀργυρίῳ σοφιστεύειν», Πλούτ.)
3. επινοώ, σκαρφίζομαι κάτι
4. αποκρύπτω κάτι με επιδεξιότητα («οὐδὲ ἐσοφίστευεν ἔτι τὸν ἔρωτα», Ηλιόδ.)
5. φρ. «σοφιστεύω τὰ ῥητορικά» — διδάσκω τη ρητορική με πραγματείες.