επιδεξιότητα

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐπιδεξιότης) επιδέξιος
η ιδιότητα του επιδέξιου, ικανότητα, ευφυΐα («διὰ τὴν ἐπιδεξιότητα και νουνέχειαν τἀνδρός», Πολύβ.)
νεοελλ.
τέχνη, μαστοριά (α. «τις επιδεξιότητες του κονταριού μαθαίνει» β. για ζωγραφιά, «με τόση επιδεξιότητα τήν είχε καμωμένη», Ερωτόκρ.)
αρχ.
τοποθέτηση, θέση προς τα δεξιά.

Translations

dexterity

Bulgarian: сръчност, ловкост; Catalan: destresa; Chinese Mandarin: 機巧, 机巧, 靈巧, 灵巧; Czech: zručnost, šikovnost; Danish: fingerfærdighed; Dutch: handigheid; Finnish: näppäryys, taitavuus; French: dextérité; Georgian: მოხერხებულობა, სიმარჯვე, ოსტატურობა, გაწაფულობა, სიმკვირცხლე, შნო; German: Fingerfertigkeit, Geschicklichkeit, Gewandtheit; Greek: επιδεξιότητα, δεξιοσύνη, επιτηδειότητα, μαστοριά; Ancient Greek: ἀμφιδεξιότης, δεινότης, δεξιότης, ἐπιδεξιότης, εὐθιξία, εὐμάρεια, εὐχειρία, εὐχειρίη, εὐχέρεια, πρᾶξις, ταχυχειρία; Hebrew: זריזות‎, גמישות‎, מיומנות‎, קלות תנועה‎; Hungarian: kézügyesség, ügyesség, fürgeség; Indonesian: ketangkasan; Italian: destrezza; Japanese: 器用さ, 素早さ; Latin: agilitas, pernicitas; Lithuanian: miklumas; Macedonian: спретност, умешност; Old English: handcræft; Persian: چیره‌دستی‎, زبردستی‎, تردستی‎; Polish: zręczność, zwinność; Portuguese: destreza; Romanian: dexteritate, îndemânare, iscusință, dibăcie, abilitate; Russian: ловкость, сноровка, проворность, проворство, подвижность; Slovak: zručnosť, obratnosť; Spanish: destreza; Swedish: skicklighet, fingerfärdighet, händighet; Telugu: నైపుణ్యము