η / σπαθία, ΝΜ, και σπαθέα Μχτύπημα με σπαθί, καθώς και το τραύμα που δημιουργείται από αυτό.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπαθίον + κατάλ. -έα / -ιά (πρβλ. μαχαιρ-ιά)].