σπαρταρώ
Greek Monolingual
Ν
1. σφαδάζω, ασπαίρω, τινάζομαι σπασμωδικά («το πουλί σπαρταρούσε με σπασμένα τα φτερά»)
2. αναταράσσομαι, συγκλονίζομαι από έντονη συγκίνηση ή άλλο συναίσθημα (α. «σπαρταρούσε από φόβο κρυμμένο πίσω από την πόρτα» β. «σπαρταρώ από γέλια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σπαίρω «σφαδάζω, σπαρταρώ» ή < σπαράζω, κατά το λαχταρώ].