σκύζα

Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

ἡ,

   A lust, Philet. ap. Hsch.: as a term of abuse applied to a woman, Supp.Epigr.4.47 (Messana, Defixio).

German (Pape)

[Seite 906] ἡ, Brunst, Geilheit, Philetas bei Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σκύζα: ἡ, (κύω, κυέω) ὀργασμός, ἐπιθυμία, ἀσέλγεια, Φιλέτ. 32, ἀλλ’ ἴδε Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 4, σ. 648.

French (Bailly abrégé)

(ἡ) :
rut.
Étymologie: DELG σκύζομαι grogner.

Greek Monolingual

ἡ, Α
σφοδρή σαρκική επιθυμία, οργασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η λ. συνδέεται με το λατ. cauda «ουρά», ενώ άλλοι υποθέτουν ότι πρόκειται για υποχωρητ. σχηματισμό από το ρ. σκύζομαι με αρχική σημ. «γρυλίζω, γογγύζω»].