σπερματογένεση

Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και σπερμογένεση, η, Ν
(βιολ.-φυσιολ.) η γένεση και ανάπτυξη τών γαμετών μέσα στις αρσενικές γονάδες, δηλαδή τους όρχεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spermatogenesis (< σπέρμα, -ατος + γένεσις)].