γένεση

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364

Greek Monolingual

η (AM γένεσις)
1. γέννηση, δημιουργία εκ του μηδενός
2. το πρώτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης
αρχ.-μσν.
εποχή, γενιά
νεοελλ.
1. η αναπαραγωγή
2. φρ. «αυτόματη γένεση ή αυτογένεση» — η θεωρία της προέλευσης τών ζώντων οργανισμών από αδρανή ύλη
μσν.
Ι. αστρολ. η επίδραση τών αστερισμών σε κάποιο άτομο, ωροσκόπιο
II. φρ.
1. «ἔνσαρκος γένεσις» — η γέννηση του Χριστού
2. «Γένεσις λεπτή» — τίτλος απόκρυφου βιβλίου
αρχ.
1. παραγωγός αιτία, αρχή, πηγή
2. ο τρόπος της γέννησης
3. γενιά, καταγωγή
4. το σύνολο τών δημιουργημάτων, η πλάση
5. (για ζώα) γένος ή είδος
6. (για πρόσωπα) οικογένεια
7. τα γεννητικά όργανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γένε-σις
από τη δισύλλαβη μορφή γενε- (< γεν∂-) της ρ. γεν- του γίγνομαι].