σπάργησις

Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A swelling, distention, μαστῶν Dsc.3.34, cf. 2.107 (v.l. σπαργανώσεις), Sor.1.76.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α [[σπαργῶ, -άω]]
διόγκωση, πρήξιμο που οφείλεται στην ύπαρξη ζωικών χυμών ή σε υπεραιμία.