σπλαγχνοκράνιο

Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
ανατ. τμήμα του κεφαλικού σκελετού που περιλαμβάνει το γναθικό, το υοειδικό και βραγχιακό τόξο τών υδρόβιων σπονδυλοζώων και τα ομόλογα τών χερσόβιων σπονδυλοζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. splanchnocranium (< σπλάγχνο + κρανίο)].