τα, Ν 1. οι σπόροι, τα σπέρματα («βγάλε τα σπόρια από τις ντομάτες») 2. ψημένοι σπόροι ηλιόσπορου ή κολοκυθιού, πασατέμπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. του σπόρ-ι(ον), υποκορ. του αρχ. σπόρος ή υποχωρητ. σχηματ. από σπόρος κατά το σχήμα λόγος: λόγια].