Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πασατέμπος

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

ο, και πασατέμπο, το
1. σπόροι διαφόρων φυτών, κυρίως της κολοκυθιάς, οι οποίοι τρώγονται συνήθως αλατισμένοι και καβουρντισμένοι
2. φρ. «για πασατέμπο» — για να περνάει η ώρα («ήμουνα ο πασατέμπος σου για να περνάει η ώρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. passa-tempo (< passo «περνώ» + tempo «ώρα, χρόνος»)].