η, Ντο σπρώξιμο, η απώθηση με τους αγκώνες ή με τις παλάμες.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπρωξ- του αορ. έσπρωξα του σπρώχνω + κατάλ. -ιά (πρβλ. σταξ-ιά)].