σταθμών

Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

English (LSJ)

όνος, ἡ,=

   A σταθμός 11, Hsch.

German (Pape)

[Seite 928] όνος, ὁ, = σταθμός, φλιά, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σταθμών: -όνος, ἡ, = σταθμὸς ΙΙ, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-όνος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «σταθμός, φλιά».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταθμός + επίθημα -ών, -όνος].