σταιτήϊα

Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

English (LSJ)

πέμματος εἶδος, Hsch. στα<ι>τίας· ἄρτου εἶδος, Id.

Greek Monolingual

τὰ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «πέμματος εἶδος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταίς, σταιτός «ζυμάρι» + -ηϊα (πρβλ. αριστ-ήια)].