πέμματος εἶδος, Hsch. στα<ι>τίας· ἄρτου εἶδος, Id.
τὰ, Α(κατά τον Ησύχ.) «πέμματος εἶδος».[ΕΤΥΜΟΛ. < σταίς, σταιτός «ζυμάρι» + -ηϊα (πρβλ. αριστ-ήια)].