σταιτήϊα

From LSJ

νῦν δ' ἐχθρὰ πάντα, καὶ νοσεῖ τὰ φίλτατα (Euripides' Medea 16) → but now their love is all turned to hate, and endearment withers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταιτήϊα Medium diacritics: σταιτήϊα Low diacritics: σταιτήϊα Capitals: ΣΤΑΙΤΗΪΑ
Transliteration A: staitḗïa Transliteration B: staitēia Transliteration C: staitiia Beta Code: staith/i+a

English (LSJ)

πέμματος εἶδος, Hsch. στατίας· ἄρτου εἶδος, Id.

Greek Monolingual

τὰ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «πέμματος εἶδος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταίς, σταιτός «ζυμάρι» + -ηϊα (πρβλ. αριστήια)].