σταίς
τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world
German (Pape)
[Seite 928] od. σταῖς, τό, gen. σταιτός, att. στᾴς, Weizenmehl mit Wasser zum Teige eingerührt; Her. 2, 36, Arist. probl. 21, 9 u. A., vgl. Lob. parall. p. 89.
French (Bailly abrégé)
c. σταῖς.
Greek Monolingual
και σταῖς, -αιτός και στάς, -ατός, τὸ, Α
1. ζυμάρι από αλεύρι ποικιλίας σιταριού (α. «στὰς ἄνευ τοῦ ι ὁ Ἀττικὸς λέγει
ὁ δὲ Ἴν σταῖς», Φώτ.
β. «ἀνέλαβε δὲ ὁ λαὸς τὸ σταῖς αὐτών πρὸ τοῦ ζυμωθῆναι τὰ φυράματα», ΠΔ
γ. «φυρῶσι μὲν τὸ σταῖς τοῖσι ποσί», Ηρόδ.)
2. κάθε ζυμάρι
3. στέαρ, ξίγκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός τ. δυσερμήνευτου σχηματισμού που συνδέεται πιθ. με τα συνώνυμα: αρχ. σλαβ. těsto, αρχ. ιρλδ. tāis, γαλατ. toes. To αρκτικό σ- του ελλ. τ. αν δεν είναι προθετικό, πιθ. να οφείλεται σε επίδραση του συνωνύμου στέαρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σταίς of σταῖς σταιτός, τό deeg van tarwemeel.