σταυροχαρής

Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

Greek (Liddell-Scott)

σταυροχᾰρής: -ές, (χαρῆναι) ὁ χαίρων διὰ τὸν σταυρόν, ἀγαπῶν τὸν σταυρόν, Εὐδοκία.

Greek Monolingual

-ές, Μ
αυτός που αγαπάει τον σταυρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + -χαρής (< χαίρω), πρβλ. πολεμο-χαρής].