σταυροχαρής
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
Greek (Liddell-Scott)
σταυροχᾰρής: -ές, (χαρῆναι) ὁ χαίρων διὰ τὸν σταυρόν, ἀγαπῶν τὸν σταυρόν, Εὐδοκία.
Greek Monolingual
-ές, Μ
αυτός που αγαπάει τον σταυρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + -χαρής (< χαίρω), πρβλ. πολεμοχαρής].