στεντόρειος

Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ο / στεντόρειος, -ον, ΝΜΑ Στέντωρ, -ορος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ήρωα της Ιλιάδος Στέντορα
2. αυτός που έχει φωνή όμοια με του Στέντορος («κῆρυξ... Στεντόρειος», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. «στεντόρεια φωνή» — ισχυρή, βροντερή φωνή
αρχ.
(το ουδ. ως επίρ.) στεντόρειον
στεντόρεια, πολύ βροντερά.
επίρρ...
στεντορείως και στεντόρεια Ν
με στεντόρειο τρόπο, ισχυρά, πολύ βροντερά («του φώναξε στεντόρεια»).