Στέντωρ

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Στέντωρ Medium diacritics: Στέντωρ Low diacritics: Στέντωρ Capitals: ΣΤΕΝΤΩΡ
Transliteration A: Sténtōr Transliteration B: Stentōr Transliteration C: Stentor Beta Code: *ste/ntwr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, Stentor, a Greek at Troy, famous for his loud voice, Il.5.785: prov., μεῖζον ἐμβοᾶν τοῦ Σ. Luc.Luct.15:—Adj. Στεντόρειος, ον, Stentorian, with a voice like Stentor's, κῆρυξ Arist.Pol.1326b7; βοᾶν Στεντόρειον Aristid.2.28 J.

Wikipedia EN

In Greek mythology, Stentor (Ancient Greek: Στέντωρ; gen.: Στέντορος) was a herald of the Greek forces during the Trojan War. He is mentioned briefly in Homer's Iliad in which Hera in the guise of Stentor, whose "voice was as powerful as fifty voices of other men" encourages the Greeks to fight. Elsewhere, Stentor is said to have died after losing a shouting contest with Hermes. Stentor's story is the origin of the term "stentorian", meaning loud-voiced, for which he was famous. Aristotle uses the concept in his Politics Book 7, Chapter IV saying, "For who can be the general of such a vast multitude, or who the herald, unless he have the voice of a Stentor?"

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
Stentor, Argien célèbre pour sa forte voix.

Russian (Dvoretsky)

Στέντωρ: ορος ὁ Стентор (греч. воин, участник Троянской войны, обладавший необыкновенно зычным голосом) (Σ. χαλκεόφωνος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

Στέντωρ: -ορος, ὁ, εἷς τῶν Ἑλλήνων ἐν Τροίᾳ, περίφημος διὰ τὴν ἰσχυράν του φωνήν, Ἰλ. Ε. 785· παροιμ., μεῖζον ἐμβρᾶν τοῦ Στ. Λουκ. π. Πένθ. 15· - Ἐπίθ. Στεντόρειος, ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Στέντορα, ἔχων φωνὴν ὁμοίαν πρὸς τὴν τοῦ Στέντορος, κῆρυξ Ἀριστ. Πολιτ. 7. 4, 11· βοᾶν Στεντόρειον Ἀριστείδ. 2. 28· - ὡσαύτως Στεντορόφωνος, ον, Βυζ.

English (Autenrieth)

Stentor, whose voice was as loud as the united cry of 50 men, Il. 5.785†.

Greek Monolingual

-ορος, ο, ΝΑ
ομηρικός ήρωας, γνωστός για τη βροντερή φωνή του, την οποία έλαβε ως χάρισμα από την Ήρα
νεοελλ.
ως προσηγ. στέντωρ
ζωολ. γένος μεγαλόσωμων βλεφαριδοφόρων πρωτοζώων της τάξης ετεροτρίχια που αφθονούν στο πλαγκτόν τών λιμνών και τών ποταμών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < στένω «στενάζω, βογγώ, γογγύζω» + επίθημα -τωρ (πρβλ. σημάντωρ). Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. είναι αντιδάνεια λ. (πρβλ. αγγλ. stentor)].

Greek Monotonic

Στέντωρ: -ορος, ὁ, Στέντωρας, ένας από τους Έλληνες στην Τροία, περίφημος για τη δυνατή, βροντερή φωνή του (όση πενήντα άντρες μαζί), σε Ομήρ. Ιλ.· επίθ., Στεντόρειος, -ον, στεντόρειος, αυτός που έχει βροντερή και δυνατή φωνή όπως του Στέντορα, σε Αριστ.

Middle Liddell

Στέντωρ, ορος, ὁ,
Stentor, a Greek at Troy, famous for his loud voice, Il.

Translations

bg: Стентор; ca: Estentor; de: Stentor; el: Στέντορας; en: Stentor; es: Esténtor; eu: Estentor; fi: Stentor; fr: Stentor; hu: Sztentór; it: Stentore; ko: 스텐토르; la: Stentor; mk: Стентор; nl: Stentor; no: Stentor; pl: Stentor; pt: Estentor; ru: Стентор; sk: Stentor; sr: Стентор; sv: Stentor; ta: ஸ்டென்டார்; tr: Stentor; uk: Стентор; zh: 斯滕托尔