στηθωτός

Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που έχει στήθος
2. αυτός που έχει σχήμα στήθους («στηθωτό ιστίο»
[ναυτ.] διπλωμένο ιστίο που σχηματίζει εξόγκωμα στο μέσον κεραίας).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήθος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντ-ωτός)].