στιφροκοκκώδης

Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ες, Ν
φρ. «στιφροκοκκώδης ιστός»
(πετρογρ.) όρος που περιγράφει το σχετικό μέγεθος τών κόκκων στα εκρηξιγενή πετρώματα, αλλ. στιφρός ιστός.