στόρνη

Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

English (LSJ)

ἡ,= ζώνη, Call.Hec.1.1.15 (cf. Suid.), Lyc.1330.

German (Pape)

[Seite 949] ἡ, = ζώνη, Lycophr. 1330.

Greek (Liddell-Scott)

στόρνη: ἡ, = ζώνη, Καλλ. Ἀποσπ. 1330, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα στορ- του στόρνυμι (βλ. λ. στρώνω) με επίθημα -νη (πρβλ. φερ-νή) και συνδέεται με το αρχ. σλαβ. strana και το ρωσ. storona «μέρος, τόπος, πλευρά»].