στόρνη
From LSJ
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
ἡ, = ζώνη, Call.Hec.1.1.15 (cf. Suid.), Lyc.1330.
German (Pape)
[Seite 949] ἡ, = ζώνη, Lycophr. 1330.
Greek (Liddell-Scott)
στόρνη: ἡ, = ζώνη, Καλλ. Ἀποσπ. 1330, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα στορ- του στόρνυμι (βλ. λ. στρώνω) με επίθημα -νη (πρβλ. φερνή) και συνδέεται με το αρχ. σλαβ. strana και το ρωσ. storona «μέρος, τόπος, πλευρά»].