στομίς

Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

English (LSJ)

ίδος, ἡ,=

   A στόμιον 111.2, Poll.10.56.    II f.l. for τομίς in LXXPr.24.37 (30.14).

German (Pape)

[Seite 948] ίδος, ἡ, Poll. 10, 56, die Mundbinde der Flötenspieler, sonst φορβειά, auch χειλωτήρ genannt.

Greek (Liddell-Scott)

στομίς: -ίδος, ἡ, = στόμιον ΙΙΙ. 2, Πολύδ. Ι΄, 56.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
βλ. στομίδα.