τομίς

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τομίς Medium diacritics: τομίς Low diacritics: τομίς Capitals: ΤΟΜΙΣ
Transliteration A: tomís Transliteration B: tomis Transliteration C: tomis Beta Code: tomi/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, knife, LXX Pr.24.37 (30.14).

German (Pape)

[Seite 1127] ίδος, ἡ, = τομεύς 2, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

τομίς: -ίδος, ἡ, = τομεὺς Ι. 4, Ἑβδ. (Παροιμ. Λ΄, 14).

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
μικρό μαχαίρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τομή / τόμος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακίς)].