στομίδα

From LSJ

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source

Greek Monolingual

η / στομίς, -ίδος ΝΑ
μεταλλικό εξάρτημα του χαλινού το οποίο εισάγεται στο στόμα του αλόγου και στα άκρα του οποίου προσαρμόζονται τα ηνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. θυλακίς)].