στρογγυλόπλευρος

Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

English (LSJ)

ον,

   A round-sided, of an eel, Stratt. 44.

German (Pape)

[Seite 955] mit runden Seiten, an den Seiten rund, Strattis bei Ath. VII, 327 e.

Greek (Liddell-Scott)

στρογγῠλόπλευρος: -ον, ὁ ἔχων στρογγύλας πλευράς, ἐπὶ τῆς ἐγχέλεως, Στράττις ἐν «Φιλ.» 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για χέλι) αυτός που έχει στρογγυλές πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. ισό-πλευρος].