στύππαξ

Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

ὁ,= στυππειοπώλης, nickname of Eucrates, Ar.Fr.696 (vv.ll. στύπαξ, στύγαξ).

German (Pape)

[Seite 959] ὁ, s. στύπαξ.

Greek (Liddell-Scott)

στύππαξ: ὁ, = στυππειοπώλης. σκωπτικὸν ἐπώνυμον τοῦ Εὐκράτους, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 540, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

και δ. γρφ. στύπαξ, ὁ, Α
(ως σκωπτικό παρωνύμιο του Αθηναίου στρατηγού Ευκράτους) στυππειοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. (αντί του τ. στυππειοπώλης) σχηματισμένη από τη λ. στυππεῖον με επίθημα -αξ].