ους, ουν :att. c. σύγχροος.
-ουν και -οος, -οον, Α1. αυτός που έχει το ίδιο χρώμα με κάποιον άλλο2. αυτός που συγχρωτίζεται, που συναναστρέφεται κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χρους /-χροος (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. κατά-χρους].