σύγχρους

Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. σύγχροος.

Greek Monolingual

-ουν και -οος, -οον, Α
1. αυτός που έχει το ίδιο χρώμα με κάποιον άλλο
2. αυτός που συγχρωτίζεται, που συναναστρέφεται κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χρους /-χροος (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. κατά-χρους].