συγκερκίζω

Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

   A weave together, Pl.Plt.310e.

German (Pape)

[Seite 967] zusammenweben, ὁμοδοξίαις, Plat. Polit. 310 e.

Greek (Liddell-Scott)

συγκερκίζω: συνυφαίνω, Πλάτ. Πολιτικ. 310E.

Greek Monolingual

Α
συνυφαίνω («ξυγκερκίζοντα δὲ όμοδοξίαις», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κερκίζω «υφαίνω»].