συνυφαίνω
ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational
English (LSJ)
A pf. συνύφαγκα D.H.Comp.18, Ruf.Anat.9:—weave together, of the spider, Arist.HA623a11; ἡ τῶν χιτώνων τῶν τὸν ὀφθαλμὸν συνυφαγκότων πλοκή Ruf.l.c.:—Med., πλέγμα ἐξ ἀέρος καὶ πυρὸς συνυφηνάμενος Pl.Ti.78b:—Pass., of the horns of certain oxen, to be entangled, Arist.Fr.363.
2 metaph., weave together, frame with art, ἵνα τοι σὺν μῆτιν ὑφήνω Od.13.303; ἡ πάντα συνυφαίνουσα [πολιτική] which weaves all into one web, Pl.Plt. 305e; σ. τὸν λόγον Arist.Rh.Al.1439a31; [τοὺς ῥυθμούς] D.H. l.c.; ὑπόμνημά τι Luc.Hist.Conscr.48; ἐκέρασε τᾷ πολυτεκνίᾳ τοὺς.. οἴκους εἰς τὸ αὐτὸ συνυφήνας IG42(1).86.15 (Epid., i A.D.):—Pass., ὥστε ταῦτα συνυφανθῆναι so that this web was woven, i.e. this business contrived, Hdt.5.105; of the parts of a sentence, D.H.Comp.23; θύννοι ἀλλήλοις συνυφασμένοι quite close together, Ael.NA15.3.
II weave in company, Men.142, PSI3.167.9 (ii B.C.).
French (Bailly abrégé)
pf. συνύφαγκα;
1 fabriquer le tissu, la trame d'un discours, d'un agencement, etc. ; aider à former un plan ; en mauv. part tramer un complot;
2 p. anal. entrelacer ou serrer étroitement ; Pass. se serrer étroitement.
Étymologie: σύν, ὑφαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνῠφαίνω [σύν, ὑφαίνω] ook med., samenweven. verbinden, tot één geheel maken (van verhalen, teksten, structuren). mede beramen. Hdt. 5.105.1.
German (Pape)
zusammenweben, verweben, übertragen, zu Stande bringen, bes. listig anstiften; συνυφανθῆναι, Her. 5.105; ἐξ ὧν τὸν ὑπόλοιπον λόγον δεῖ ξυνυφανθῆναι, Plat. Tim. 69a, vgl. Polit. 305e; auch med., πλέγμα ἐξ ἀέρος καὶ πυρὸς ξυνυφηνάμενος, Tim. 78b; dicht zusammenbringen, ἀλλήλοις συνυφασμένοι νήχονται, Ael. H.A. 15.3, und öfter; Luc. hist.conscr. 48.
Russian (Dvoretsky)
συνῠφαίνω: (pf. συνύφαγκα)
1 соединять в общую ткань, сплетать (κρόκας Arst.): πλέγμα ἔκ τινος συνυφήνασθαι Plat. изготовить себе плетенку из чего-л.;
2 ткать сообща Men.;
3 перен. сплетать воедино, объединять (πάντα Plat.);
4 составлять, сочинять (τὸν λόγον Arst.);
5 выдумывать, придумывать (μῆτιν Hom. - in tmesi): ὥστε ταῦτα συνυφανθῆναι Her. и таким именно образом все это было подстроено.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
παρεμβάλλω κάτι κατά την κανονική ύφανση, ενυφαίνω («πέπλος συνυφασμένος με νήματα χρυσού»)
νεοελλ.
1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνυφασμένος, -η, -ο
μτφ. στενά συνδεδεμένος, συναρμοσμένος, απόλυτα εξαρτημένος από κάποιον άλλο
2. φρ. «συνυφαίνω συνωμοσία [ή μηχανορραφία ή σκευωρία]» — συνωμοτώ, μηχανορραφώ, σκευωρώ
αρχ.
1. υφαίνω από κοινού με κάποιον άλλο
2. δολοπλοκώ, μηχανορραφώ από κοινού
3. (μέσ. και παθ.) συνυφαίνομαι
α) πλέκω κάτι μαζί με κάτι άλλο, συμπλέκω
β) (για κέρατα βοδιών) είμαι συμπεπλεγμένος
γ) βρίσκομαι πολύ κοντά σε άλλον («θύννοι ἀλλήλοις συνυφασμένοι νήχονται», Αιλ.).
Greek Monotonic
συνῠφαίνω: παρακ. -ύφαγκα, αόρ. αʹ -ύφηνα, υφαίνω μαζί· μεταφ., σχηματίζω, περιπλέκω με τέχνη, μηχανεύομαι με δόλο, μηχανορραφώ, συνωμοτώ, σε Ομήρ. Οδ., Λουκ. — Παθ., ὥστε ταῦτα συνυφανθῆναι, ώστε να υφανθεί αυτός ο ιστός, δηλ. να αναληφθεί, να αποτολμηθεί αυτό το εγχείρημα, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
συνυφαίνω: πρκμ. συνύφαγκα· ― ὑφαίνω ὁμοῦ, συνάπτω δι’ ὑφῆς, ἐπὶ ἀράχνης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 3. ― Μέσ., πλέγμα ἐξ ἀέρος καὶ πυρὸς συνυφήνασθαι Πλάτ. Τίμ. 78Β, πρβλ. Φωτ. Βιβλ. 186. 31. ― Παθ., περὶ τῶν κεράτων βοῶν τινων, εἶμαι ὁμοῦ συμπεπλεγμένος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 321. 2) μεταφ., ὑφαίνω ὁμοῦ, ἐντέχνως σχηματίζω, μηχανῶμαι δεξιῶς ἢ πανούργως, ἵνα τοι σὺν μῇτιν ὑφαίνω Ὀδ. Ν. 303· ἡ πάντα ξυνυφαίνουσα πολιτική, ἥτις τὰ πάντα περιπλέκει εἰς ἓν ὕφασμα, Πλάτ. Πολιτικ. 305Ε. σ. τὸν λόγον Ἀριστ. Ρητορ. πρ. Ἀλ. 33. 8· τοὺς ῥυθμοὺς Διον. Ἁλ. π, Συνθ. 18· ὑπόμνημά τι Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 18. ― Παθ., ὥστε ταῦτα συνυφανθῆναι Ἡρόδ. 5. 105· ἐπὶ τῶν μερῶν προτάσεως ἢ περιόδων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 23, θύννοι ἀλλήλοις συνυφασμένοι, πολὺ πλησίον ἀλλήλων, συμπεπλεγμένοι, Αἰλ. π. Ζ. 15. 3. ΙΙ. ὑφαίνω ὁμοῦ, ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλων, Μένανδρ. ἐν «Ἑαυτὸν τιμωρουμένῳ» 3.
Middle Liddell
perf. -ύφαγκα aor1 -ύφηνα
to weave together: metaph. to frame with art, devise cunningly, Od., Luc.:—Pass., ὥστε ταῦτα συνυφανθῆναι so that this web was woven, i. e. this business undertaken, Hdt.