υφαίνω
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
Greek Monolingual
ὑφαίνω, ΝΜΑ, και φαίνω Ν, και επικ. τ. ὑφάω Α
συμπλέκω νήματα με τον υφαντικό ιστό προκειμένου να κατασκευάσω ύφασμα (α. «τήν πήραν και τήν βάλανε στον αργαλειό να υφάνει», δημ. τραγούδι
β. «καί κεν ἐν Ἄργει ἐοῦσα, πρὸς ἄλλης ἱστὸν ὑφαίνοις», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. σχεδιάζω μυστικά κάτι, κυρίως κακό, με επιδεξιότητα και πανουργία, εξυφαίνω (α. «υφαίνουν συνωμοσία» β. «οἱ δ' ἔνδοθι μῆτιν ὕφαινον», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) υφασμένος, -η, -ο
υφαντός
αρχ.
1. (απλώς) χρησιμοποιώ τον αργαλειό
2. παρασκευάζω, δημιουργώ κάτι («τὰ δὲ οικοδομήματα ποικίλα ὕφαινον», Πλάτ.)
3. μτφ. (για συγγραφέα) συγγράφω
4. φρ. «λίθος ὑφαινομένης» — αμίαντος (Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὑφαίνω (< υφ-αν-jω) έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα ubh- της ΙΕ ρίζας webh- «υφαίνω, πλέκω, συνάπτω» με έρρινο πρόσφυμα -αν- και επίθημα -jω και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. ubhnāti, unapti, umbhati «προσκολλώ, συνδέω», αβεστ. ubdaēna «ύφασμα», αρχ. άνω γερμ. weban «υφαίνω, πλέκω» (πρβλ. και τα νεώτερα: γερμ. weben «υφαίνω», αγγλ. weave «υφαίνω», web «πλέγμα, ιστός αράχνης»). ( ΠΑΡ.) ύφανση, υφαντής / υφάντης, υφαντός, ύφασμα, υφή, ύφος
αρχ.
υφαντάριος, υφαντείον, ύφαντρον, υφαντών
νεοελλ.
υφαινίστρα.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ανυφαίνω, ενυφαίνω, εξυφαίνω, παρυφαίνω, συνυφαίνω
αρχ.
διυφαίνω, εφυφαίνω, καθυφαίνω, περιυφαίνω, προσυφαίνω
νεοελλ.
αγανοϋφαίνω, αποϋφαίνω, αριοϋφαίνω, κρονστοϋφαίνω, λεπτοϋφαίνω, ξεϋφαίνω, πυκνοϋφαίνω, σφιχτοϋφαίνω, χρυσοϋφαίνω].