συμβεβηκότως

Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

Adv. pf. part. Act. of συμβαίνω,

   A per accidens, Nicom.Ar.1.1, Syrian. in Metaph.169.24.

German (Pape)

[Seite 978] adv. part. perf. act. zu συμβαίνω, zufälligerweise, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμβεβηκότως: Ἐπιρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ συμβαίνω, = κατὰ συμβεβηκός, ἐκ τύχης, κατὰ τύχην, μνημονεύεται ἐκ Νικομ. Ἀριθμ.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. κατά τύχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. συμβεβηκώς, -ότος του συμβαίνω.