οῦ, ὁ,= sq., Gloss.
σῡλητής: -οῦ, ὁ, κλέπτης, ληστής, Ἐπιφάν. 336Β.
ο, ΝΑ, θηλ. συλήτρια Α συλῶάρπαγας, κλέφτηςνεοελλ.κλέφτης ιερών αντικειμένων.