συλητής

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡλητής Medium diacritics: συλητής Low diacritics: συλητής Capitals: ΣΥΛΗΤΗΣ
Transliteration A: sylētḗs Transliteration B: sylētēs Transliteration C: sylitis Beta Code: sulhth/s

English (LSJ)

συλητοῦ, ὁ, = συλήτωρ, Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

σῡλητής: -οῦ, ὁ, κλέπτης, ληστής, Ἐπιφάν. 336Β.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, θηλ. συλήτρια Α συλῶ
άρπαγας, κλέφτης
νεοελλ.
κλέφτης ιερών αντικειμένων.