συμπάω

Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και συμπώ Ν
1. συνδαυλίζω τη φωτιά
2. μτφ. υποβοηθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. τ. που, κατά μία άποψη, αντιστοιχεί με το ρ. τσιμπάω, ενώ κατ' άλλους < συμπάζω (< συμπαγής < πήγνυμι)].