συνδαυλίζω

From LSJ

κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest

Source

Greek Monolingual

και συδαυλίζω και συνταυλίζω Ν
1. ανασκαλεύω, ανακατεύω τη φωτιά για να δυναμώσει, συμπώ
2. μτφ. (για ψυχικά πάθη) ανακινώ, αναμοχλεύω, παροξύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + δαυλίζω «βάζω ξύλα στη φωτιά, ανασκαλεύω τη φωτιά»].