ους, ουν :att. c. σύμπνοος.
-ουν και σύμπνοος, -οον, Α συμπνέω1. αυτός που ζωογονείται από την ίδια πνοή («τὸ φύσει διοικεῑσθαι τόνδε τὸν κόσμον, σύμπνουν καὶ συμπαθῆ αὐτὸν αὐτῷ ὄντα», Πλούτ.)2. σύμφωνος, ταιριαστός3. ομόγνωμος.