ομόγνωμος

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμόγνωμος, -ον)
αυτός που έχει την ίδια γνώμη με άλλον
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμόγνωμον
ομοθυμία.
επίρρ...
ὁμογνώμως (Α)
με σύμφωνη γνώμη, με την ίδια γνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -γνωμος (< γνώμη), πρβλ. πολύγνωμος].