ταιριαστός
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
Greek Monolingual
και ταιριαχτός, -ή, -ό, Ν ταιριάζω
αυτός που ταιριάζει με κάποιον ή με κάτι, ευάρμοστος, καλά συνδυασμένος (α. «ταιριαστό ανδρόγυνο» β. «ταιριαστά ρούχα»).
επίρρ...
ταιριαστά Ν
κατά τρόπο ταιριαστό, όπως πρέπει.