ταιριαστός
From LSJ
Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid
Greek Monolingual
και ταιριαχτός, -ή, -ό, Ν ταιριάζω
αυτός που ταιριάζει με κάποιον ή με κάτι, ευάρμοστος, καλά συνδυασμένος (α. «ταιριαστό ανδρόγυνο» β. «ταιριαστά ρούχα»).
επίρρ...
ταιριαστά Ν
κατά τρόπο ταιριαστό, όπως πρέπει.