συμπροΐημι: συμπροπέμπω, προπέμπω, Ἀριστ. Μηχαν. 4. 3, Θεόδ. Ὑρτακ. ἐν Ἀνεκδ. Boiss. τ. 2, σ. 439.
ΜΑκαταβάλλω από κοινού με άλλον χρηματικό ποσό.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + προΐημι «αφήνω, παραδίδω»].