[Seite 990] (s. ψαύω), mit berühren od. anrühren, Aesop.
συμπροσψαύω: προσψαύω ὁμοῦ, τινι Αἴσωπ. 329.
tâter ensemble ou en même temps.Étymologie: σύν, προσψαύω.
Α προσψαύωαγγίζω μαζί με κάποιον άλλο.