συμποσιάζω

Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

   A drink together, Hld.5.28, Aen.Gaz.Thphr. p.48 B.

German (Pape)

[Seite 989] zusammen trinken, LXX. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμποσιάζω: πίνω ὁμοῦ ἐν συμποσίῳ, ὅπως οὖν μὴ αὐτὸς τε ἀνήκοος... συμποσιάζοις Ἡλιόδ. 5. 28.

Greek Monolingual

ΜΑ συμπόσιον
μετέχω σε συμπόσιο.