συνεκκαίδεκα

Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

   A sixteen together, by sixteens, D.18.104.

German (Pape)

[Seite 1012] je sechszehn, immer sechszehn zusammen, Dem. 18, 104.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκκαίδεκα: δεκαὲξ ὁμοῦ, κατὰ δεκαέξ, Δημ. 260, ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

(οἱ, αἱ, τά)
indécl.
seize ensemble, seize par seize.
Étymologie: σύν, ἑκκαίδεκα.

Greek Monolingual

Α
1. δεκαέξι μαζί
2. ανά δεκαέξι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκκαίδεκα «δεκαέξι» (πρβλ. συν-τρεῖς)].