δεκαέξι

From LSJ

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source

Greek Monolingual

και δεκάξι (AM δέκα ἕξ)
σύνολο μιας δεκάδας και έξι μονάδων.